- σκληρυντικός
- -ή, -ό / σκληρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ [σκληρύνω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνσηνεοελλ.ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων.
Dictionary of Greek. 2013.